Ευρώπη
Κρίση στις σχέσεις της γερμανικής κυβέρνησης με τη Δικαιοσύνη και τον Τύπο
Με αφορμή τη δίωξη για «εσχάτη προδοσία» εναντίον ιστότοπου για τη δημοσίευση απορρήτων εγγράφων.
Διαστάσεις σοβαρής κρίσης στην σχέση της γερμανικής κυβέρνησης με την Δικαιοσύνη όσο και με τον Τύπο λαμβάνει η υπόθεση της έρευνας για «εσχάτη προδοσία» που διέταξε η Γενική Ομοσπονδιακή Εισαγγελία της Γερμανίας εναντίον του ιστότοπου «Netzpolitik.org», την οποία κατόπιν φαίνεται ότι σταμάτησε με παρέμβασή του το υπουργείο Δικαιοσύνης.
Η ιστοσελίδα «Netzpolitik.org», η οποία ασχολείται κυρίως με τα δικαιώματα των χρηστών του Διαδικτύου, είχε δημοσιεύσει πληροφορίες που ήθελαν την Υπηρεσία για την Προστασία του Συντάγματος, BfV (σ.σ.: αντίστοιχη της Υπηρεσίας Πληροφοριών) να ετοιμάζει ειδική μονάδα για την εντατικότερη παρακολούθηση των πληροφοριών που κυκλοφορούν στο Διαδίκτυο. Επρόκειτο για 75 στελέχη, με προϋπολογισμό 2,75 εκατομμυρίων ευρώ και η παρακολούθηση αφορούσε συνομιλίες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Οι αναφορές στα δημοσιεύματα προέρχονταν, όπως θεώρησε η Υπηρεσία, από δικά της έγγραφα, τα οποία ήταν καταχωρισμένα στην δεύτερη κατηγορία διαβάθμισης, ως «απόρρητα». Η Υπηρεσία υπέβαλε μήνυση εναντίον δύο δημοσιογράφων, του Άντρε Μάιστερ και του Μάρκους Μπέκενταλ, και της ανώνυμης πηγής τους στην Γενική Ομοσπονδιακή Εισαγγελία, με αποτέλεσμα ο Γενικός Εισαγγελέας Χάραλντ Ράνγκε να διατάξει έρευνα με την υποψία της «εσχάτης προδοσίας» εναντίον τους.
Η υπόθεση έλαβε μεγάλη δημοσιότητα και πυροδότησε ευρεία συζήτηση γύρω από την ελευθερία του Τύπου στην Γερμανία, καθώς ο εν λόγω ιστότοπος είχε αναδειχθεί το τελευταίο διάστημα σε βασική πηγή ενημέρωσης γύρω από την υπόθεση των παρακολουθήσεων της αμερικανικής Υπηρεσίας Εθνικής Ασφάλειας (NSA).
Το περασμένο Σάββατο ωστόσο ο κ. Ράνγκε διέταξε ξαφνικά την αναστολή της έρευνας, ενώ χθες η κυβέρνηση έλαβε σαφείς αποστάσεις από τον Γενικό Εισαγγελέα, με την αναπληρώτρια εκπρόσωπο της Καγκελαρίας Κριστιάνε Βιρτς να τονίζει ότι η Άγκελα Μέρκελ «στηρίζει απολύτως» τον υπουργό Δικαιοσύνης Χάικο Μάας (SPD), ο οποίος εξέφρασε αμφιβολίες σχετικώς με το εάν οι δύο δημοσιογράφοι είχαν πράγματι διαπράξει «προδοσία» δημοσιεύοντας τα έγγραφα. Η κυρία Βιρτς απέφυγε μάλιστα να απαντήσει όταν ερωτήθηκε αν η Καγκελάριος εξακολουθεί να εμπιστεύεται τον Γενικό Εισαγγελέα της χώρας. Από την πλευρά του υπουργείου Εσωτερικών, ο εκπρόσωπος του Τόμας Ντε Μεζιέρ (CDU) διατήρησε επιφυλάξεις σε ό,τι αφορά το εάν οι δημοσιογράφοι είχαν με την δημοσίευσή τους πράγματι ως στόχο να πλήξουν την Γερμανία ή να ωφελήσουν κάποια άλλη χώρα. Ο όρος αυτός αναφέρεται στον γερμανικό Ποινικό Κώδικα ως προϋπόθεση για την στοιχειοθέτηση της κατηγορίας για προδοσία.
Σε αυτό το κλίμα πολλοί ανέμεναν την παραίτηση του κ. Ράνγκε, ο οποίος ωστόσο, σε έκτακτη συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε χθες, εξαπέλυσε βαριές κατηγορίες εναντίον του Γερμανού υπουργού Δικαιοσύνης, διαμαρτυρόμενος για «μια αφόρητη παρέμβαση» της πολιτικής στην ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης. Η αιτία ήταν η ανεξάρτητη γνωμοδότηση που ζήτησε ο Εισαγγελέας, παρά το γεγονός ότι ήδη υπήρχε ανάλογη γνωμοδότηση της BfV. Ο ανεξάρτητος νομικός εμπειρογνώμονας κατέληξε, παρομοίως όπως και η Υπηρεσία, στο συμπέρασμα ότι το έγγραφο το οποίο δημοσιεύθηκε από τον ιστότοπο αποτελούσε «κρατικό απόρρητο». Σύμφωνα με τον Εισαγγελέα, το υπουργείο Δικαιοσύνης του έδωσε εντολή να σταματήσει την γνωμοδότηση, την οποία και ακολούθησε. «Η πολιτικά επιβεβλημένη διακοπή της έρευνας φαίνεται ότι δεν θα βρει πλέον εμπόδιο», σχολιάζει σχετικά το περιοδικό «Der Spiegel», ενώ η «Sueddeutsche Zeitung» υποστηρίζει ότι το γερμανικό υπουργείο Δικαιοσύνης, με ανακοίνωσή του που θα εκδοθεί μεθαύριο, θα αναφέρει ότι η έρευνα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι αναρτήσεις του ιστότοπου δεν αποτελούν προδοσία. Εάν πάντως οι δημοσιογράφοι καταδικάζονταν, θα μπορούσαν να έρθουν αντιμέτωποι με ποινή φυλάκισης έως και πέντε ετών.
«Το να παρεμβαίνεις σε έρευνες, επειδή το πιθανό αποτέλεσμα δεν φαίνεται πολιτικά βολικό, είναι απαράδεκτο. Η ελευθερία του Τύπου και της έκφρασης είναι ένα υψηλό αγαθό. Αυτό το δικαίωμα ελευθερίας όμως δεν ισχύει χωρίς όριο στο Διαδίκτυο. Δεν απελευθερώνει τους δημοσιογράφους από την τήρηση των νόμων. Η εποπτεία αυτού είναι αποστολή της ελεύθερης Δικαιοσύνης και όχι της πολιτικής», δήλωσε ο κ. Ράνγκε στην συνέντευξη Τύπου.
Ωστόσο ο Πρόεδρος της Υπηρεσίας για την Προστασία του Συντάγματος Χανς-Γκέοργκ Μάασεν, με συνέντευξή του στην εφημερίδα «Bild», υπερασπίστηκε τη δίωξη εναντίον των δύο δημοσιογράφων, επισημαίνοντας ότι «για να συνεχίσουμε να παλεύουμε εναντίον της τρομοκρατίας και του εξτρεμισμού, είναι απαραίτητο να υπάρχει προστασία από την δημοσίευση εγγράφων που είναι διαβαθμισμένα ως εμπιστευτικά ή απόρρητα».
Σήμερα πάντως, η εφημερίδα του Βερολίνου «Der Tagesspiegel», σε αποκλειστικό της δημοσίευμα, αποκαλύπτει ότι ήδη το 2014 στελέχη της Καγκελαρίας και του γερμανικού υπουργείου Εσωτερικών επιχείρησαν να εντοπίσουν τις πηγές δημοσιογράφων που είχαν χρησιμοποιήσει πληροφορίες οι οποίες προέρχονταν είτε από απόρρητα έγγραφα της Υπηρεσίας για την Προστασία του Συντάγματος είτε από πράκτορες της Υπηρεσίας στο εξωτερικό. Σύμφωνα με την εφημερίδα, η γερμανική κυβέρνηση δεν έχει αποκαλύψει ποιες υποθέσεις ή δημοσιεύματα αφορά η έρευνα, δεν αποκλείει όμως το ενδεχόμενο λήψης νομικών μέτρων εναντίον των δημοσιογράφων.
Απομακρύνεται ο Γενικός Ομοσπονδιακός Εισαγγελέας
Την πρόθεσή του να απομακρύνει τον Γενικό Ομοσπονδιακό Εισαγγελέα, Χάραλντ Ράνγκε, ανακοίνωσε απόψε το γερμανικό υπουργείο Δικαιοσύνης, μετά την συνέντευξη που παραχώρησε ο πρώτος κατηγορώντας τον υπουργό Χάικο Μάας για παρέμβαση στο έργο του, στην έρευνα με την υποψία της προδοσίας σε βάρος του
ιστότοπου "netzpolitik.org".
Στην ανακοίνωσή του ο κ. Μάας επισημαίνει ότι έχει χάσει την εμπιστοσύνη του στο πρόσωπο του Γενικού Εισαγγελέα και τονίζει ότι σε συμφωνία με την Καγκελαρία θα ζητήσει από τον Ομοσπονδιακό Πρόεδρο Γιοάχιμ Γκάουκ να τον παύσει από τη θέση του. Ως αντικαταστάτη του θα προτείνει τον Εισαγγελέα του Μονάχου Πέτερ Φρανκ.
Ακολουθήστε το antenna.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις!