Γενικά
Αγορά: Βαρύ χτύπημα στην οικονομία το νέο «κοστούμι» μέτρων
Καταστροφή για τον τουρισμό προβλέπει ο ΣΕΤΕ, ανεκτό το 13% στην διαμονή, λένε οι ξενοδόχοι. Πως κρίνουν τα μέτρα Φέσσας, Μίχαλος, Κορκίδης, Κόλλιας και ΓΣΕΒΕΕ.
«Ζαλισμένη» από το νέο πακέτο μέτρων που κατέθεσε η ελληνική κυβέρνηση στους δανειστές είναι η αγορά και ήδη προσπαθεί να κοστολογήσει τις συνέπειές τους για την ελληνική οικονομία.
Οι πρώτες αντιδράσεις των ανθρώπων της αγοράς για τα προτεινόμενα μέτρα είναι ως επί το πλείστον αρνητικές, με τους περισσότερους εξ αυτών να βλέπουν ένα νέο «βαρύ χτύπημα» για την οικονομία.
Ο Σύνδεσμος Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ) με ανακοίνωση του εκφράζει μεν την ικανοποίηση του για τις χθεσινές κινήσεις της κυβέρνησης στο μέτωπο της διαπραγμάτευσης, αλλά επιτίθεται στην απαίτηση των δανειστών να αυξηθεί ο ΦΠΑ στην εστίαση στο 23%, επισημαίνοντας πως κάτι τέτοιο θα ήταν καταστροφή για τον τουρισμό.
Στο ίδιο μήκος κύματος και οι ξενοδόχοι, οι οποίοι μέσω του Γιάννη Ρέτσου, α' αντιπρόεδρου του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ) και προέδρου της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ξενοδόχων (ΠΟΞ), σημειώνουν ότι η αύξηση του ΦΠΑ στο 13% στη διαμονή, μπορεί να αντιμετωπιστεί «υπό προϋποθέσεις», ωστόσο κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για μία ενδεχόμενη επιβολή συντελεστή ΦΠΑ 23% στην εστίαση, τονίζοντας ότι «θα είναι μια πολύ αρνητική εξέλιξη και θα δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα ανταγωνιστικότητας στις ελληνικές τουριστικές επιχειρήσεις και φυσικά στον τουρισμό».
Την ικανοποίησή του για την διαφαινόμενη συμφωνία μεταξύ της κυβέρνησης και των Ευρωπαίων εταίρων εκφράζει την ίδια ώρα ο Πρόεδρος του ΣΕΒ, Θεόδωρος Φέσσας, κάνοντας λόγο για ιδιαίτερη θετική εξέλιξη, ωστόσο καλεί την κυβέρνηση «να προταχθούν και άλλες επιλογές που μπορούν να ανακόψουν την υφεσιακή απειλή για την εθνική μας οικονομία».
«Μπροστά στον κίνδυνο εκτροχιασμού της ευρωπαϊκής προοπτικής της χώρας, η πρόοδος στις διαπραγματεύσεις και η διαφαινόμενη συμφωνία μεταξύ της κυβέρνησης και των Ευρωπαίων εταίρων μας, είναι μια ιδιαίτερη θετική εξέλιξη. Ο ΣΕΒ στήριξε και θα στηρίξει έμπρακτα μια συμφωνία ανάπτυξης και προοπτικής για την ελληνική οικονομία, που θα προτάξει τις διαρθρωτικές αλλαγές, θα περιορίσει τις δαπάνες και δεν θα οδηγεί επιχειρήσεις και εργαζομένους σε ασφυξία μέσω της υπερβολικής φορολόγησης που προτείνεται», αναφέρει ο κ. Φέσσας.
Στο πλαίσιο αυτό, επισημαίνει ότι «αναμένουμε από την κυβέρνηση, ακόμη και σήμερα, να προταχθούν και άλλες επιλογές που μπορούν να ανακόψουν την υφεσιακή απειλή για την εθνική μας οικονομία. Απαιτείται περαιτέρω περικοπή και καλύτερη στόχευση των κρατικών δαπανών καθώς και άμεση υλοποίηση μέτρων πάταξης της φοροδιαφυγής και εισφοροδιαφυγής, που στερούν πόρους από τους μισθούς και τις συντάξεις των συμπολιτών μας. Σε αυτή την προσπάθεια μπορούμε να συμβάλλουμε εποικοδομητικά με προτάσεις πολιτικής και καλές πρακτικές από όλο τον κόσμο. Με αποφασιστικότητα και συνεργασία, μπορεί πράγματι η υπερ-φορολόγηση να αποκτήσει πρόσκαιρο χαρακτήρα και να αντικατασταθεί από παρεμβάσεις φιλικές για την ανάπτυξη», προσθέτει ο Πρόεδρος του ΣΕΒ, τονίζοντας ότι «η εθνική ευθύνη όλων των πολιτικών και παραγωγικών δυνάμεων του τόπου απαιτεί σήμερα ενότητα, συνεργασία και αποφασιστικότητα για να προχωρήσουμε μπροστά και να μη χαθούν και άλλες ευκαιρίες».
Σχολιάζοντας τις ελληνικές προτάσεις, ο πρόεδρος της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων και του Εμποροβιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθήνας, Κωνσταντίνος Μίχαλος, επισημαίνει ότι τα μέτρα θα φέρουν νέα λουκέτα στην αγορά, ενώ τονίζει ότι βαρύ θα είναι και το πλήγμα στην απασχόληση. «Οι ελληνικές προτάσεις, έστω κι αν αποτελούν προϊόν έντονων πιέσεων από μέρους των πιστωτών της χώρας, θα αποφέρουν ακριβώς το αντίθετο από το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα στην ελληνική οικονομία και την αγορά», αναφέρει ο κ. Μίχαλος και προσθέτει: «τα μέτρα είναι άκρως υφεσιακά, καθώς συνιστούν μια άγρια φοροεπιδρομή, κυρίως στις επιχειρήσεις, αλλά και γενικότερα στην κοινωνία».
Πολλές από τις προβλέψεις της συμφωνίας με τους εταίρους επισωρεύουν επιπλέον οικονομικά βάρη στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και διατηρούν ένα καθεστώς λιτότητας και υπερφορολόγησης, που θα δυσκολέψει την ανάκαμψη της ελληνικής αγοράς, αναφέρει από πλευράς του ο πρόεδρος της Εθνικής Συνομοσπονδίας Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας και του Εμποροβιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιά, Βασίλης Κορκίδης, αλλά ταυτόχρονα επισημαίνει ότι «αναμένεται να υπάρξει μία νέα δύσκολη μεν, αλλά πιο αισιόδοξης οικονομική συνθήκη με σταθερότητα και με περισσότερο αναπτυξιακή προοπτική».
Ο κ. Κορκίδης υπογραμμίζει, ωστόσο, ότι «αναμφισβήτητα, τα ισοδύναμα μέτρα των 7,9 δις ευρώ, που συμπεριλαμβάνονται στην ελληνική πρόταση, είναι πολύ βαρύς λογαριασμός για τη μεσαία τάξη της χώρας».
«Η πρόταση, που κατέθεσε η κυβέρνηση, εγείρει σοβαρούς κινδύνους για την ελληνική οικονομία. Το βάρος των μέτρων είναι – για πολλοστή φορά την τελευταία πενταετία - στην πλευρά των αυξήσεων φόρων και εισφορών και όχι στην περιστολή της σπατάλης και των άσκοπων δαπανών», υπογραμμίζει από τη μεριά του ο Πρόεδρος του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδος, Κωνσταντίνος Κόλλιας, κάνοντας λόγο για «πακέτο σκληρής λιτότητας, που πλήττει όλα τα εισοδήματα, μισθωτών, συνταξιούχων και ελευθέρων επαγγελματιών, είτε με άμεσο, είτε με έμμεσο τρόπο».
Αρνητική ήταν και η αντίδραση της ΓΣΕΒΕΕ, που χαρακτηρίζει την πολυαναμενόμενη συμφωνία «μεταλλαγμένο υφεσιακό πρόγραμμα». «Παρά τις βραχυπρόθεσμες συνέπειες που υπέστη η οικονομία από τη χρηματοπιστωτική ασφυξία και την οικονομική αβεβαιότητα- τα οποία αποτελούν ασφαλώς ευθύνη και των «φίλων» δανειστών- αναμέναμε ότι η διαπραγμάτευση θα μας οδηγούσε σε ένα καλύτερο σημείο ισορροπίας, δίνοντας ώθηση στην εγχώρια οικονομία και επαναφέροντας την κοινωνική ειρήνη», επισημαίνει η ΓΣΕΒΕΕ και προσθέτει:
«Δυστυχώς, τα μέτρα που κατατέθηκαν από την ελληνική κυβέρνηση στην τελευταία Σύνοδο Κορυφής, και τα οποία χαρακτηρίστηκαν από τους εταίρους ως μια «καλή και στέρεη βάση για συμφωνία», αποτελούν για την πλειονότητα των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων εργαλείο κατεδάφισης του παραγωγικού ιστού της χώρας».
«Δεν πρόκειται να μπούμε στη διαδικασία να υιοθετήσουμε τα διχαστικά διλήμματα και τις έωλες εικασίες για αυτά που θα συνέβαιναν αν τα μέτρα είχαν ληφθεί νωρίτερα, αν η λιτότητα είχε άλλο μίγμα ή αν η διαπραγμάτευση γινόταν «αλλιώς». Σε όλες τις πρόσφατες μελέτες και επιστημονικές αναφορές που έχει δημοσιεύσει το ΙΜΕ-ΓΣΕΒΕΕ, επισημαίναμε τον κίνδυνο η ελληνική οικονομία να βρίσκεται σε ένα διαρκές εκκρεμές αδράνειας και στασιμότητας, λόγω των υφεσιακών μέτρων και της απουσίας μιας αναπτυξιακής στρατηγικής. Με μεγάλη λύπη παρατηρούμε ότι οι κατευθύνσεις της συγκεκριμένης συμφωνίας όπως έχουν δοθεί μέσα από ένα μακρύ κατάλογο μέτρων που έχει υιοθετήσει η κυβέρνηση, στα οποία μάλιστα αναμένεται να προστεθούν κι άλλα, θα ενισχύσει τις υφεσιακές δυνάμεις, θα πνίξει την επιχειρηματικότητα και θα αποτύχει να επιφέρει τα αναμενόμενα αποτελέσματα για τα δημόσια ταμεία», υπογραμμίζει επίσης η ΓΣΕΒΕΕ και εξηγεί:
- Η αύξηση της φορολογίας κερδών από το 26% στο 29% για τις επιχειρήσεις με κέρδη άνω των 100,000€ σε συνδυασμό με την έκτακτη εισφορά 12% σε επιχειρήσεις με κέρδη άνω των 500,000€, συντελεί στην αναστολή των επενδυτικών πρωτοβουλιών των επιχειρήσεων, και τις οδηγεί σε άλλες ατραπούς. Πάγια είναι η θέση μας για τη δυνατότητα εφαρμογής και αξιοποίησης του αφορολόγητου αποθεματικού, στο βαθμό που αυτό συνδέεται με νέες επενδύσεις. Επισημαίνουμε ότι η πλειονότητα των επιχειρήσεων σήμερα λειτουργεί στο 60% των παραγωγικών δυνατοτήτων.
- Η μη κατάργηση του ΕΝΦΙΑ χωρίς τη στοιχειώδη παραμετροποίηση του (προσαρμογή αντικειμενικών αξιών, μειωμένη εισφορά για όσους έχουν δάνεια και για όσους έχουν ανοίκιαστα), συνιστά μια επιπρόσθετη επιβάρυνση για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις. Τη στιγμή που οι ληξιπρόθεσμες οφειλές ανέρχονται πλέον σε 100 δις, δημιουργεί ερωτηματικά η συνέχιση της επιβολής του.
- Η αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών κατά 3,9% σε εργαζόμενους και εργοδότες που συνοδεύεται από αύξηση εισφορών στα επικουρικά ταμεία, θα ενισχύσει τα φαινόμενα αδήλωτης εργασίας και θα αυξήσει το μη μισθολογικό κόστος. Η αύξηση του κόστους αυτού είτε θα μετακυλισθεί στις τιμές, είτε θα οδηγήσει σε λουκέτα και ανεργία.
- Η αύξηση της εισφοράς αλληλεγγύης στα υψηλότερα κλιμάκια μπορεί να μοιάζει με δίκαιο μέτρο, όμως παραβιάζει κάθε έννοια καθιέρωσης ενός σταθερού φορολογικού πλαισίου. Δεν κατανοούμε γιατί δεν εφαρμόζεται ένας ενιαίος φορολογικός συντελεστής.
- Παραμένει ασαφές το τοπίο σχετικά με την αύξηση ΦΠΑ στο ηλεκτρικό ρεύμα, την εστίαση, τα συσκευασμένα αγαθά και το καθεστώς ΦΠΑ των νησιωτικών περιοχών. Θεωρούμε ότι οποιαδήποτε αύξηση θα οδηγήσει σε κατάρρευση των επιχειρήσεων στους κλάδους τροφίμων και εστίασης και θα πλήξει την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας. Ποιους άραγε εξυπηρετεί η εμμονή των εταίρων και πιστωτών μας στην αύξηση των συντελεστών ΦΠΑ στον τουρισμό, την εστίαση και τις νησιωτικές περιοχές, αν όχι τους ανταγωνιστές της χώρας;
Εν κατακλείδι, καταλήγει η ΓΣΕΒΕΕ, η πολυαναμενόμενη συμφωνία φαίνεται να καταλήγει σε ένα μεταλλαγμένο υφεσιακό πρόγραμμα που θα παρατείνει την περίοδο «υπανάπτυξης» της χώρας και θα αποδυναμώσει εκ νέου την παραγωγική δυναμική της.
Μέσα σε αυτό το φόντο, ο Περιφερειάρχης Νοτίου Αιγαίου, Γιώργος Χατζημάρκος, χαρακτηρίζει «κοκτέιλ θανάτου» για τα νησιά του Αιγαίου την κατάργηση του μειωμένου ΦΠΑ.