ΖΩΤΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ
ΖΩΤΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ

01 Ιουλίου 2020 23:47

Σύγκρουση για τους υδατικούς πόρους

Διάβασέ μου το...

Ο Στέφανος Ζώτος είναι φοιτητής του τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιά - Μέλος της SAFIA.

-

Το νερό, ανέκαθεν, αποτελούσε ένα από τα ύψιστα αγαθά για κάθε χώρα, μέσω του οποίου διασφαλίζεται τόσο η επιβίωση των ανθρώπων, όσο και η ανάπτυξη της οικονομίας. Είναι ένας πόρος αναγκαίος για την γεωργία, τους τομείς της βιομηχανίας και το περιβάλλον. Η σταθερότητα των αποθεμάτων του είναι ένα από τα κυριότερα χαρακτηριστικά του, καθώς αποτελεί μία από τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας στον κόσμο. (Αντρά, 2010) Για οποιαδήποτε χώρα, αποτελεί τον πυρήνα της ανθρώπινης αλληλεξάρτησης, καθώς διασχίζει πολιτικά σύνορα µε τη μορφή ποταμών, λιμνών και υπογείων ρεμάτων. Η αίσθηση, όμως, ότι το νερό είναι ένα αγαθό που θα είναι για πάντα άφθονο είναι λανθασμένη, γιατί ενώ μπορεί να καλύπτει περίπου το 70% της επιφάνειας της Γης, μόνο ένα μικρό ποσοστό (περίπου 3%) είναι κατάλληλο για χρήση.(Ηλίας, 2013) 

Σήμερα, παρατηρείται ένας αυξανόμενος διακρατικός ανταγωνισμός για τους υδατικούς πόρους, ο οποίος έχει προκαλέσει δημόσια αντιπαράθεση μεταξύ αντίπαλων στρατοπέδων. Από την μία πλευρά, γίνεται η επισήμανση ότι εδώ και 4.000 χρόνια, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, οι αντιπαραθέσεις των κρατών αναφορικά με τα προβλήματα διαχείρισης των υδατικών πόρων δεν έχουν κλιμακωθεί σε ένοπλη σύρραξη. Πράγματι, το νερό σπάνια αποτέλεσε το βασικό αίτιο ένοπλης σύγκρουσης μεταξύ των κρατών, αλλά ήταν καλύτερα ένα μέσο άσκησης πίεσης σε περιόδους πολέμου- ένα δυνατό χαρτί στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Στην αντίπερα όχθη, πολλοί προβλέπουν ότι οι μελλοντικοί πόλεμοι θα αφορούν το νερό(water wars), διότι οι πόροι λιγοστεύουν και οι ανάγκες αυξάνονται, γεγονός που σημαίνει ότι τα κράτη για να εξασφαλίσουν τα συμφέροντά τους θα συγκρουστούν μεταξύ τους. Η επάρκεια νερού και η οικονομία είναι δύο έννοιες άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους, επομένως η έλλειψη του νερού θα οδηγήσει, πέρα από την κατάρρευση της οικονομίας, στην εξαθλίωση του ανθρώπινου βίου. Το ζήτημα αυτό γίνεται πιο εύκολα αντιληπτό, αν αναλογιστούμε ότι το νερό συνδέεται άμεσα και µε την αξιοποίηση άλλων πόρων εξίσου σημαντικών για την οικονομική ανάπτυξη, όπως, για παράδειγμα το πετρέλαιο, όπου η παραγωγή του επηρεάζεται άμεσα από την διαθεσιμότητα υδατικών πόρων. (Ηλίας, 2013) 

Είναι γεγονός πως τα διασυνοριακά ύδατα, σχεδόν πάντα, δημιουργούν εντάσεις μεταξύ των κρατών που συνδέουν. Τα τελευταία χρόνια, μάλιστα, πολλές συνθήκες για τα ύδατα που έχουν διαπραγματευθεί και συναφθεί, αντιμετωπίζουν κίνδυνο, καθώς το διανεμημένο νερό  δεν ανταποκρίνεται στις αυξανόμενες ανάγκες των συμβαλλόμενων μελών. Οι «κρίσεις» για τα ύδατα συνδέονται κατά κύριο λόγο µε γεγονότα που οδήγησαν σε ραγδαία αύξηση της ζήτησης του νερού και την μείωση των αποθεμάτων του αγαθού σε πολλές περιοχές του πλανήτη. Ένα βασικό παράγοντα αποτελεί η απότομη αύξηση του πληθυσμού τον τελευταίο αιώνα. Από τα 2 δισεκατομμύρια ανθρώπων που υπήρχαν το 1950, σήμερα, ο αριθμός αυτός έχει τετραπλασιαστεί.( περίπου 8 δισεκατομμύρια). Αυτό συνεπάγεται την εντατικοποίηση της γεωργίας, της βιομηχανίας και του τουρισμού, καθώς και την κατάχρηση των υδατικών πόρων, με σκοπό την κάλυψη των όλο και μεγαλύτερων αναγκών των κρατών. Ένας άλλος παράγοντας που οδηγεί σε ανησυχία για την επάρκεια των υδατικών πόρων οφείλεται, επίσης, στις επιπτώσεις των σοβαρών κλιματικών διακυμάνσεων, εξαιτίας της ανθρώπινης παρέμβασης στο φυσικό περιβάλλον. Το φαινόμενο του θερμοκηπίου, θα επιφέρει µία αισθητή αύξηση της μέσης θερμοκρασίας, με αποτέλεσμα να δημιουργεί μεγαλύτερη ανάγκη για νερό, ενώ, ταυτόχρονα, ακραία καιρικά φαινόμενα καθιστούν το αγαθό πολύ πιο δυσεύρετο, όπως οι ξηρασίες και η καταστροφή καλλιεργειών. Ακόμη, σε πολλά μέρη του πλανήτη δεν υφίσταται μόνο το πρόβλημα ως προς στην σπανιότητα του νερού αλλά και ως προς την ποιότητα του, η οποία έχει υποβαθμιστεί εξαιτίας της μόλυνσης από βιομηχανικές μονάδες, μετατρέποντας το ακατάλληλο για χρήση. (Ηλίας, 2013). 

Όσον αφορά τις διακρατικές σχέσεις, δύο είναι οι πιο συνηθισμένες περιπτώσεις που οδηγούν τα κράτη σε σύγκρουση για τα ύδατα. Πρώτον, τα κράτη που εκμεταλλεύονται αποθέματα νερού ενός κοινού υδατικού συστήματος. Η περίπτωση αυτή αφορά κυρίως την εφαρμογή  του δικαίου του ισχυρότερου, όπου συχνά η κατάληξη ήταν η αποστέρηση του νερού και η καταπίεση μιας μεγάλης μερίδας πληθυσμών. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η διακοπή της ύδρευσης του νερού στο Κόσοβο, το 1999, από Σέρβους μηχανικούς, όπου η φτώχεια των κατοίκων σε συνδυασμό με την εμπόλεμη κατάσταση, είχε ως κίνητρο την ωμή επίδειξη δύναμης, στερώντας τους το αγαθό του νερού. Η δεύτερη περίπτωση αφορά γειτονικά κράτη, που επιδιώκουν την αξιοποίηση των κοινών υδατικών συστημάτων για εντελώς διαφορετική χρήση. Παράδειγμα αποτελούν κράτη, τα οποία συλλέγουν νερό για λειτουργία υδροηλεκτρικών έργων, όταν γειτνιάζουν µε κράτη που έχουν μεγάλη ανάγκη από νερό για τη χρήση του στη γεωργία. Πρέπει, επίσης, να τονιστεί ότι ο τομέας της άρδευσης είναι από τους πλέον ευαίσθητους για διαμάχες, διότι η έλλειψη του νερού έχεις ως αποτέλεσμα τη μείωση της παραγωγής των αγροτικών αγαθών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η πενταετής πόλεμος (1962-1967) ανάμεσα στην Παραγουάη και τη Βραζιλία για την εκμετάλλευση των υδάτων του ποταμού Παρανά. Και τα δύο κράτη επιδίωκαν την αξιοποίηση του ποταμού, όμως, η αδυναμία συνεννόησης μεταξύ των δύο χωρών και η εξεύρεση μιας κοινής λύσης οδήγησε σε αυτή τη μακροχρόνια διαμάχη, η οποία είχε προφανώς έντονες και δυσάρεστες συνέπειες. (Ηλίας, 2013)

Σε διεθνές επίπεδο, το νομικό πλαίσιο διαχείρισης των υδάτων είναι αρκετά ελλιπές. Τα διεθνή συστήματα υδάτων υπόκεινται στις αρχές της «κυριαρχίας», δηλαδή στο σεβασμό της κυριαρχίας των κρατών και της ελευθερίας τους στη διαχείριση. Παράλληλα, υπόκεινται και στην αρχή της «ισότητας στην κυριαρχία», σύμφωνα µε την οποία η κάθε χώρα ασκεί τα δικαιώματά της στην περιοχή της µε απόλυτη ελευθερία, υπό την προϋπόθεση του σεβασμού των δικαιωμάτων των άλλων κρατών και της μη πρόκλησης ζημίας σε αυτά.  Το σημείο αυτό είναι αρκετά ασαφές, με αποτέλεσμα τα περισσότερα κράτη να  διαφωνούν στον τρόπο µε τον οποίο διαχειρίζονται τους κοινούς τους υδατικούς πόρους και να θεωρούν πως τα ποτάμια, που ρέουν εντός της κυριαρχίας τους, αποτελούν εθνικό τους κτήμα-και όχι διεθνές αγαθό- διαμορφώνοντας έτσι την εθνική τους ατζέντα πάνω στην μέγιστη αξιοποίηση και εκμετάλλευση των διασυνοριακών ποταμών. Για παράδειγμα, η Ινδία θεωρεί τους ποταμούς Γάγγη και Βραχμαπούτρα ως εθνικό της κτήμα. Το Μπαγκλαντές, αντίθετα, βλέπει τους ίδιους ποταμούς ως διεκδικήσιμο αγαθό, χρησιμοποιώντας ως βασικό τεκμήριο την  παρελθούσα χρήση των υδάτων αυτών.  Οι διαφορές αυτές σχετίζονται άμεσα µε διεκδικήσεις τις οποίες και οι δύο χώρες, κάθε µία από την πλευρά της, θεωρούν νόμιμες και αναγκαίες για την εξασφάλιση των συμφερόντων τους. (Ηλίας, 2013)

Τα κυριότερα συγκρουσιακά γεγονότα για τους υδάτινους πόρους τα τελευταία 60 χρόνια εντοπίζονται κυρίως στην Ασία και στην Αφρική και πιο συγκεκριμένα, στη περιοχή της Μέσης Ανατολής, η οποία αποτελεί το επίκεντρο των εμπόλεμων καταστάσεων σε ποσοστό 80%. (Κουλούρης, 2017) Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει στον ποταμό Νείλο-τον μεγαλύτερο σε μήκος ποταμό του πλανήτη. Η λεκάνη απορροής του Νείλου βρέχει 10 κράτη, αριθμός ο οποίος αναδεικνύει την βαρύτητα και την δυσκολία συνεργασίας των κρατών και επίλυσης του προβλήματος της κοινής διαχείρισης. Μάλιστα, η πλειοψηφία των κρατών αυτών μαστίζονται από την φτώχεια, καθιστώντας το πρόβλημα κατανομής ακόμα δυσκολότερο και, παράλληλα, υπογραμμίζοντας την σημασία που έχει το αξιοποιήσιμο νερό για την επιβίωση των κατοίκων τους. Την τελευταία δεκαετία, ο ποταμός και τα ύδατα του Νείλου έχουν γίνει το μήλο της έριδος μεταξύ των κρατών της λεκάνης απορροής του, ένταση η οποία προέρχεται κυρίως από δύο συνθήκες που υπογράφτηκαν το 1929 και 1959 για την πλήρη αξιοποίηση των υδάτων του. Η συμφωνία του 1929 μεταξύ Αιγύπτου και Βρετανίας, για λογαριασμό των αποικιών της στο Σουδάν, αναγνώριζε τα «φυσικά και ιστορικά δικαιώματα» της Αιγύπτου στο Νείλο και κατοχύρωνε, επίσης, τα ποσοστά των υδάτων που κάθε χώρα θα μπορούσε να αξιοποιήσει. (Μπόση, 2018) Στην ουσία, η Αίγυπτος απέκτησε την πλήρη ηγεμονία του Νείλου, έχοντας την δυνατότητα να εκμεταλλεύεται την συντριπτική ποσότητα των υδάτων και να ελέγχει τις αποφάσεις για την διαχείριση του ποταμού. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η κυβέρνηση της Αιγύπτου έχει την απόλυτη δικαιοδοσία να επιτρέψει στις υπόλοιπες χώρες  την άντληση νερού από την λίμνη Βικτώρια-το Κάιρο απέχει 6.000 χιλιόμετρα από τη λίμνη. Η συμφωνία του 1959 δημιουργούσε ένα «αιγυπτιοσουδανικό καρτέλ», το οποίο μονοπωλούσε τον Νείλο και εμπόδιζε τις οργανωμένες χρήσεις του νερού από τις χώρες των πηγών του. Για παράδειγμα, στην Αιθιοπία συγκεντρώνεται το μεγαλύτερο ποσοστό των πηγών του Νείλου, αλλά παρόλα αυτά, η Αιθιοπία δεν είχε δικαίωμα για την χρήση του νερού. (Μπόση, 2018)

Η Αίγυπτος εξαρτάται από το Νείλο σε ποσοστό 95% για νερό για όλες τις χρήσεις της, πράγμα που αναδεικνύει τον ποταμό στον ζωτικότερο πόρο της χώρας. Επομένως, η πρόσβαση και η μέγιστη εκμετάλλευση είναι ζήτημα κομβικής σημασίας για την αυτήν, η οποία χρησιμοποιεί την στρατιωτική και διπλωματική της ισχύ για την αποκόμιση των μέγιστων οφελών. Πρέπει, επίσης, να σημειωθεί ότι οι ηγέτες της χώρας απειλούσαν ανά περιόδους τα υπόλοιπα κράτη με πόλεμο, σε περίπτωση που κατανάλωναν μεγαλύτερες ποσότητες νερού από αυτές που τους επιτρέπονταν. Πλέον, όμως, τα φτωχά κράτη του Νείλου αντιδρούν στο άδικο- κοινωνικά- σύστημα, καθώς τα προβλήματα μεγεθύνονται. Ο πληθυσμός γύρω από τον ποταμό αυξάνεται σε τέτοιο βαθμό, που οι ανάγκες για νερό γίνονται όλο και πιο απαραίτητες. Για παράδειγμα, η Αιθιοπία, αντιμετωπίζει σημαντικό πρόβλημα λειψυδρίας, λόγω της μείωσης των βροχοπτώσεων αλλά και της κακής διαχείρισης των υδατικών πόρων, ένα πρόβλημα που το 1984 προκάλεσε λιμό στη χώρα με περίπου ένα εκατομμύριο θύματα. (Μπόση, 2018) Εάν η Αίγυπτος συνεχίσει να μονοπωλεί τα ύδατα και δεν προχωρήσει σε μία ανακατανομή που θα είναι πιο δίκαιη και για τις υπόλοιπες χώρες, τότε πολύ πιθανόν τα κράτη να συγκρουστούν και η ήδη υπάρχουσα ένταση να κλιμακωθεί σε συμβατικό πόλεμο, διότι, χωρίς το νερό, διακυβεύεται, όχι μόνο η επιβίωση των κρατών αυτών, αλλά και των ίδιων των κατοίκων τους. 

Αναγκαία είναι και η αναφορά στον Τίγρη και τον Ευφράτη, δύο ποταμοί που έχουν αποτελέσει κύρια πηγή διαμάχης ανάμεσα σε κράτη της Μέσης Ανατολής. Οι πηγές των ποταμών βρίσκονται στην Τουρκία, και ρέουν νοτιοδυτικά περνώντας από την Συρία και το Ιράκ, και καταλήγοντας στον Περσικό Κόλπο. Μέχρι το 1960, όπου η χρήση των υδάτων ήταν χαμηλή, οι σχέσεις των παρόχθιων κρατών ήταν «αρμονικές». Κατά την περίοδο εκείνη, τα κράτη, λόγω της αύξηση του πληθυσμού και της ζήτησης για νερό, προχώρησαν σε μονομερή σχέδια για την εκμετάλλευση των υδάτων χωρίς καμία συνεννόηση, επηρεάζοντας την ροή του ποταμού. (El-Fadel, Sayegh, Ibrahim and Jamali, 2002)  Με τα σχέδια αυτά, η Τουρκία δημιουργώντας φράγματα, ξεκίνησε να ελέγχει μεγάλο μέρος των ποταμών.  Οι σχέσεις μεταξύ των κρατών άρχισαν να δυσχεραίνονται ακόμα περισσότερο κατά το 1980, όταν η Τουρκία ξεκίνησε να χρησιμοποιεί το νερό ως εργαλείο άσκησης πίεσης στην Συρία και το Ιράκ για θέματα που δεν αφορούσαν μόνο τους υδατικούς πόρους. Για παράδειγμα, το 1987, η Τουρκία και η Συρία έκλεισαν μία συμφωνία όπου η πρώτη δεσμεύτηκε να επιτρέπει να ρέουν μεγαλύτερες ποσότητες νερού, με αντάλλαγμα την λήξη της συριακής βοήθειας προς το Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν. Επιπροσθέτως, λόγω της κακής διαχείρισης του ποταμού και της μόλυνσης του νερού με χημικά, οι συνέπειες προς τις χώρες της λεκάνης θα είναι πολύ σοβαρές. Λαμβάνοντας υπόψιν την σημασία της γεωργίας και για τα τρία αυτά κράτη, η υποβάθμιση του εδάφους και του νερού θα εξαθλιώσει του κατοίκους της περιοχής. Για παράδειγμα, η ξηρασία του 2007-2009 επέφερε μείωση του νερού των ποταμών, η οποία έπληξε την αγροτική παραγωγή τόσο της Συρίας όσο και του Ιράκ, με αποτέλεσμα οι κάτοικοι των πληγέντων περιοχών να αναγκαστούν να μεταναστεύσουν.(ECC PLATFORM LIBRARY) 

Συνοψίζοντας, οι υδατικοί πόροι αποτελούν και θα αποτελέσουν στο μέλλον αιτία σύγκρουσης μεταξύ των κρατών. Η συνεργασία, μέχρι στιγμής, για την κοινή τους διαχείριση είναι κατά βάση επιφανειακή και χωρίς πραγματική συνεννόηση, ενώ, παράλληλα, τα προβλήματα  διογκώνονται. Καθώς δεν υπάρχει ένα διεθνές θεσμικό πλαίσιο που να μπορεί να καλύψει τα προβλήματα των κρατών, όπως και η θεωρία του ρεαλισμού επισημαίνει, τα ίδια τα κράτη είναι αυτά που πρέπει να βρουν ένα τρόπο επίλυσης, είτε αυτός είναι ειρηνικός, είτε συγκρουσιακός.

 

*H SAFIA (Student Association For International Affairs) δεν υιοθετεί ως Οργανισμός πολιτικές θέσεις. Οι απόψεις που δημοσιεύονται στο The SAFIA Blog αποδίδονται αποκλειστικά στους συγγραφείς  και δεν αντιπροσωπεύουν απαραίτητα τις απόψεις του Σωματείου, του Διοικητικού Συμβουλίου ή των κατά περίπτωση και καθ’ οιονδήποτε τρόπο συνεργαζόμενων φορέων.

VIDEO